Γνωσιακή- συμπεριφορική ψυχοθεραπεία
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΣ – ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ
Α. ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΣ
Η συμπεριφοριστική θεωρία πρεσβεύει ότι η συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα μάθησης. Πιστεύει, αποδεχόμενη τη θεωρία του John Locke, πως ο άνθρωπος κατά τη γέννηση του είναι tabula rasa, άγραφος χάρτης, ούτε καλός ούτε κακός.
Καθώς το άτομο μαθαίνει να αντιδρά στο περιβάλλον του, διαμορφώνεται η συμπεριφορά και η προσωπικότητα του.
Σύγχρονες απόψεις (Skinner, Wolpe και Bandura) πρεσβεύουν πως μία σημαντική δύναμη διαμόρφωσης της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός στην πιο στενή του έννοια (Evans, 1968). Βέβαια, και η κληρονομικότητα καθώς και η αλληλεπίδραση κληρονομικότητας και περιβάλλοντος επιδρούν στη συμπεριφορά.
- Δεν ελέγχουμε (ακόμη) την κληρονομικότητα, γι’ αυτό χειριζόμαστε κατάλληλα το περιβάλλον για να τροποποιήσουμε τη συμπεριφορά.
Η θεραπεία της συμπεριφοράς ξεκίνησε ως προσπάθεια συγκεκριμενοποίησης της μελέτης της προσωπικότητας και της αλλαγής της συμπεριφοράς με τη χρήση των επιστημονικών μεθόδων.
- Η ανακάλυψη της κλασικής εξαρτημένης αντίδρασης από τον Pavlov και η εφαρμογή της στα πρώτα πειράματα του Watson (Watson, 1913).
- Πρόσφερε έννοιες για την ανάπτυξη μαθησιακών θεωριών που περιλάμβαναν πιο περίπλοκες συμπεριφορές.
Θεωρία της συντελεστικές μάθησης του Β. F. Skinner (1953): επηρέασε ιδιαίτερα τη θεραπεία της συμπεριφοράς και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για τη θεραπεία της νευρωτικής και ψυχωτικής συμπεριφοράς (Lindsley, 1956).
Ο Albert Bandura (1969) εισήγαγε τη σπουδαιότητα της μιμητικής μάθησης στη διαμόρφωση και την τροποποίηση της συμπεριφοράς. Παρατήρησε πως, σε πολλές περιπτώσεις, επιτυγχάνεται μάθηση ακόμα και χωρίς να υπάρχει ή να αναμένεται κάποια ενίσχυση.
- Οι δύο θεωρίες (Skinner & Bandura) αποτελούν τη λεγόμενη «Θεραπεία Συμπεριφοράς»
Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται μια προσπάθεια ανοίγματος του θεωρητικού αυτού μοντέλου από τους Meichenbaum (1974) και Beck (1976) για να συμπεριλάβει και τη γνωστική τροποποίηση της συμπεριφοράς.
Η συμπεριφορά μαθαίνεται με τρεις κυρίως τρόπους: την κλασική εξαρτημένη μάθηση, τη συντελεστική μάθηση και τη μιμητική μάθηση.
Η κλασική εξαρτημένη μάθηση έχει τις ρίζες της στη συστηματική μελέτη και στα πειράματα του Pavlov (1927). Η θέα της τροφής (φυσικό ερέθισμα) προκαλούσε την έκκριση σιέλου στο σκύλο (φυσική αντίδραση).
Η συντελεστική μάθηση. Ο B.F. Skinner (1938): Μια συμπεριφορά (συντελεστής – ερέθισμα) συμβαίνει τυχαία ή αυθόρμητα και ακολουθείται από ένα γεγονός που προκαλεί ευχαρίστηση (ενίσχυση). Η ενίσχυση αυτή αυξάνει την πιθανότητα επανεμφάνισης της τυχαίας συμπεριφοράς (συντελεστής – ερέθισμα) στο μέλλον.
Στη συντελεστική μάθηση ο στόχος είναι να ενισχυθεί ένας συντελεστής, δηλαδή, μια συμπεριφορά, αυξάνοντας τη συχνότητα της αντίδρασης. Ενώ ο Pavlov συνέδεσε την ενίσχυση με το ερέθισμα, ο Skinner εξάρτησε την ενίσχυση από την αντίδραση, δηλαδή, η ενίσχυση ερχόταν μετά την επιθυμητή αντίδραση για να την ενισχύσει.
Στη συντελεστική μάθηση χρησιμοποιούνται αμοιβές ή τιμωρίες (θετική – αρνητική ενίσχυση), για να αυξηθεί ή να μειωθεί αντίστοιχα η συχνότητα της συμπεριφοράς.
Η μιμητική μάθηση. Albert Bandura (1969). Η μάθηση μέσω της παρατήρησης και της μίμησης προτύπων λέγεται κοινωνική μάθηση.
- Η διαδικασία της μάθησης μέσω της παρατήρησης και της μίμησης προτύπων περιλαμβάνει την ύπαρξη κάποιων πραγματικών ή συμβολικών μοντέλων με τα οποία το άτομο θέλει να ταυτιστεί. Με τον τρόπο αυτό ερμήνευσε ο Bandura και την επιθετική συμπεριφορά στα μικρά παιδιά.
- Με τη μιμητική μάθηση υιοθετούνται αντιδράσεις που δεν υπήρχαν πριν και επιταχύνονται με τη χρήση ενισχύσεων.
- Τα πρότυπα τα οποία καλείται να μιμηθεί ο πελάτης μπορεί να είναι άτομα, συμβολικά πρότυπα, τα οποία ο πελάτης θα παρατηρήσει, π.χ. σε μια ταινία.
- Η σωστή χρήση βίντεο ή ταινιών για την επίδειξη των προτύπων που θα μιμηθεί ο πελάτης, μπορεί να προσφέρει πολλά και στην πρόληψη δυσκολιών και προβλημάτων.
Η τεχνική που θα επιλέξει και θα χρησιμοποιήσει ο ψυχολόγος εξαρτάται από πολλές μεταβλητές:
- από το είδος του προβλήματος που αντιμετωπίζει ο πελάτης,
- από τα συμπεριφοριστικά προσόντα και μειονεκτήματα του,
- από το είδος και την αξία των διάφορων ενισχυτών που υπάρχουν διαθέσιμοι στο περιβάλλον του,
- καθώς και από τα άλλα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του (γονείς, δάσκαλοι, φίλοι, κ.τ.λ.) που μπορούν, ενδεχομένως, να βοηθήσουν.
Β. ΓΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ
Στο «Εγχειρίδιο» του Επίκτητου (1ος π.Χ. αιώνας) αναφέρεται ότι οι άνθρωποι δεν ενοχλούνται τόσο από τα ίδια τα γεγονότα ή πράγματα του περιβάλλοντος τους όσο από την εντύπωση που σχηματίζουν γι’ αυτά.
Δηλαδή, οι σκέψεις οδηγούν σε εσφαλμένη και παράλογη αντιμετώπιση οι οποίες δημιουργούν και συναισθηματικές δυσκολίες.
Η ανάπτυξη της «γνωσιακής» συνιστώσας της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής συμβουλευτικής περιγράφεται άψογα από τον Ellis (1989).
Τόσο ο Ellis, όσο και ο Beck, ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους στη θεραπευτική ως ψυχαναλυτές. Και οι δύο έμεναν ανικανοποίητοι από τις ψυχαναλυτικές μεθόδους.
Ο Beck παραθέτει ορισμένα από τα κοινά σημεία των γνωσιακών και των συμπεριφοριστικών προσεγγίσεων:
- και οι δύο αξιοποιούν μια συγκροτημένη προσέγγιση επίλυσης προβλημάτων ή καταπολέμησης συμπτωμάτων,
- Ο θεραπευτής να αναλαμβάνει ενεργό ρόλο,
- και οι δύο τονίζουν το «εδώ και τώρα» αντί να προβαίνουν σε «θεωρησιακές αναπαραστάσεις των σχέσεων του ασθενή στην παιδική του ηλικία και των πρώτων ενδοοικογενειακών του σχέσεων» (Beck 1976: 321).
Ο Ellis υποστήριξε ότι τα συναισθηματικά προβλήματα προκαλούνται από «στρεβλές σκέψεις», δημιουργώντας παράλογη πεποίθηση η οποία οδηγεί σε «καταστροφολογίες» και συναισθήματα αγωνίας ή κατάθλιψης, αν κάτι πηγαίνει έστω και λίγο στραβά σε μια σχέση.
Ο Beck (1976) περιέγραψε τις αυτοκριτικές γνώσεις ως «αυτόματες σκέψεις» και άρχισε να τις θεωρεί ένα από τα κλειδιά για μια επιτυχημένη θεραπεία. Ο Albert Ellis, μία δεκαετία νωρίτερα, είχε ακολουθήσει λίγο πολύ την ίδια πορεία.
Οι δυσκολίες που βιώνουν οι άνθρωποι στη ζωή τους ως προς τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους δεν προκαλούνται ευθέως από κάποια περιστατικά, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο τα ερμηνεύουν και τα νοηματοδοτούν.
Μ’ αυτή την παρατήρηση οδηγούνταν και προς την κατεύθυνση της συμπεριφοριστικής θεραπείας.
Βασικό στοιχείο της γνωσιακής συνιστώσας αποτελούν τα «ΓΝΩΣΙΑΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ». Με τον όρο γνωσιακά σχήματα εννοούμε «πακέτα» σκέψεων για συγκεκριμένο ή/ και συγκεκριμένα ερεθίσματα, τα οποία μετά από γνωσιακές (γνωστικές) διεργασίες δημιουργούν τα «σχήματα ή ΓΝΩΣΙΕΣ» και αυτά με τη σειρά τους τη στάση και τελική συμπεριφορά.
Στις γνωστικές διεργασίες (ΤΟ «ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΤΙ» των συμπεριφοριστών) επηρεάζουν::
η μνήμη {διαδικαστική (συνηθειών, εργασίας κλπ) & δηλωτική (πραγμάτων, γεγονότων)},
προσοχή,
αντίληψη,
νοημοσύνη.
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΝΩΣΙΩΝ ΜΕ ΒΑΣΙΚΑ ΕΙΔΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ:
- Προσδοκίες (αυτό που πιστεύουμε ότι θα γίνει, που θέλουμε για τον εαυτό μας ή/ και για άλλους)
- Αυτοαποτελεσματικότητα (αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε ικανοί να πραγματοποιήσουμε).
- Αιτιοπροσδιορισμοί (εξήγηση πιθανών αιτίων για κάποιο ερέθισμα / γεγονός) ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΣΦΑΛΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ.
- Στάσεις (διαδικασία υιοθέτησης συμπεριφορών που λειτουργούν αυτόματα ως αντιδράσεις σε ερέθισμα / γεγονός).